μοχθηρῷ

μοχθηρῷ
μοχθηρός
suffering hardship
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεκδαπανώ — άω, Α κατασπαταλώ, καταξοδεύω συγχρόνως («μήπως τῷ μοχθηρῷ χυμῷ συνεκδαπανήσῃς καὶ τὸν χρηστόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκδαπανῶ «σπαταλώ, καταξοδεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”